- Πολυγνώτου
- Πολύγνωτοςwellknownmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυγνώτου — πολύγνωτος wellknown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίκων — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος και γλύπτης, ο οποίος έδρασε μεταξύ 470 και 450 π.Χ. Υπήρξε συνεργάτης του Πολύγνωτου και συμμετείχε στη ζωγραφική διακόσμηση του ναού των Διόσκουρων (Ανάκειο), ζωγραφίζοντας την Αργοναυτική εκστρατεία, και του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Δημοτικό Καβάλας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1969 με αφορμή το κληροδότημα του γνωστού γλύπτη Πολύγνωτου Βαγή. Στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο το οποίο κτίστηκε το 1908 ως κατοικία του καπνέμπορου Ζάχου για να χρησιμοποιηθεί, αργότερα, για λειτουργικές ανάγκες της … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
Αγλαόφων ή Αγλαοφών — Όνομα δύο αρχαίων ζωγράφων. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο, πατέρας και δάσκαλος του διάσημου ζωγράφου Πολύγνωτου. Η ακμή του τοποθετείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Θεωρείται ο πρώτος που εικόνισε τη Νίκη με φτερά και από τους πρώτους που… … Dictionary of Greek
PORTICUS — I. PORTICUS Romaeplures fuêre: in his Livia, et Octavia, ab Augusto aedificatae. Una in via sacra iuxta templum Pacis, cuius meminit Ovid. l. 6. Fast. v. 639. Disce tamen veniens aetas: ubi Livia nunc est Porticus, immensa tecta fuêre domus.… … Hofmann J. Lexicon universale
STOICI — Philosophorum secta, cuius auctor est Zeno Cittieus, Strabo l. 14. Κίττιον ἔχει λιμένα κλειςτόν. εντἐυθέν ἐςτι Ζην´ων ὁ τῆς Στωϊκῆς αἰρέσεως ἀρχηγέτης. Stoicis autem nomen a porticu, ubi docuit Zeno. Quasi dicas, porticenses, ve. porticuarios.… … Hofmann J. Lexicon universale
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek